μεμονωμένους

μεμονωμένους
μονόω
make single
perf part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • гноушатисѧ — ГНОУША|ТИСѦ (95), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Гнушаться кого л., чего л., испытывать отвращение, брезгливость к кому л., чему л.: Помыслъ плътолюбивыихъ ѹне гнѹшѩти сѩ. тьлѩть бо д҃шɤ и плъть осквернѩють (βδελύττεσθαι) Изб 1076, 75 об.; гнѹшѩѥть сѩ цс҃рь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άναλτος — (I) ἄναλτος, ον (Α) αυτός που δεν γεμίζει με κάτι, άπληστος, ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + ΙΕ ρ. *al + επίθημα τος. Πρόκειται για μεμονωμένους σχηματισμούς τής ΙΕ ρίζας *al «αναπτύσσομαι, τρέφομαι», που εξαφανίστηκε στα Ελλην. (διατηρήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • άω — (I) ἄω (Α) άημι*, φυσώ. (II) ἄω (Α) ιαύω*, κοιμάμαι. (III) ἄω (III) (Α) ἀάω*, βλάπτω. (IV) ἄω (Α) 1. χορταίνω κάποιον 2. (αμτβ.) χορταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρήμα που απαντά σε μεμονωμένους τύπους, οι οποίοι ανάγονται σε ινδοευρ, ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφωταύγεια — Η εκπομπή φωτός από ορισμένες φωσφορίζουσες ουσίες, όταν επιδράσει σε αυτές ένα μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό πεδίο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για φωτισμό αν εφαρμοστούν τάσεις 400 500 V στα άκρα μιας διηλεκτρικής επικάλυψης, με πάχος περίπου 2,5 μm,… …   Dictionary of Greek

  • θνησιμότητα — Η αναλογία θανάτων σε έναν πληθυσμό σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Συνήθως η θ. υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των θανάτων ανά 1.000 κατοίκους στη διάρκεια ενός έτους. Η θ. μεταβάλλεται στον χώρο και στον χρόνο και εξαρτάται από πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”